Νόημα

νόημα < αρχαία ελληνική νόημα νοώ < αρχαία ελληνική νοῶ (νοέω) νους < αρχαία ελληνική νοῦς, αττική συνηρημένη μορφή του ουσιαστικού νόος Σημασιολογία: έννοια, σημασία σημασία, σκοπός νεύμα, γνέψιμο

Νόσος

Ετυμολογία της λέξης νόσος νόσος < (διαχρονικό) αρχαία ελληνική νόσος < νοσέω νοσώ < νούσος νόσος < νότιος (ο οφειλόμενος σε υγρασία)

Νοσταλγία

Ετυμολογία της λέξης νοσταλγία νοσταλγία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική nostalgie < αρχαία ελληνική νόστος (=επιστροφή) + ἄλγος (=πόνος) Σημασιολογία της λέξης νοσταλγία Είναι το άλγος, δηλαδή ο πόνος, που προκαλεί ο νόστος.

Νόστος

Ετυμολογία της λέξης νόστος νόστος < αρχαία ελληνική νόστος < νέομαι (έρχομαι) νόστος < νέομαι < νέω νέομαι < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *nes-[1] = πηγαίνω έρχομαι νέω = κολυμπώ, επιπλέω

Νους

νους < αρχαία ελληνική νοῦς, αττική συνηρημένη μορφή του ουσιαστικού νόος Σημασιολογία του νους: νους αρσενικό μόνο στον ενικό οι πνευματικές δυνάμεις του ανθρώπου που τον βοηθούν να αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα και να επεξεργάζεται τα δεδομένα της η λογική σκέψη, η διάνοια (συνεκδοχικά) ο άνθρωπος που διαθέτει ανεπτυγμένες διανοητικές ικανότητες ο Αριστοτέλης υπήρξε ένας σημαντικός […]