3 Μαρτίου 2018ταλανίζωταλανίζω < ελληνιστική κοινή ταλανίζω < αρχαία ελληνική τάλας < τλάω < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *telh₂-τάλας, τάλαινα, τάλαν(καθαρεύουσα) ταλαίπωρος, άθλιος, κακομοίρης