μπρούμυτα < μεσαιωνική ελληνική μπρόμυτα < πρόμυτα < πρό + μύτη
πρόμυτα < μεσαιωνική ελληνική πρόμυτα
μύτη < μεσαιωνική ελληνική μύτη < αρχαία ελληνική μύτις
- με την μπροστινή πλευρά του σώματος και το πρόσωπο στραμμένα προς τα κάτω, με τη μύτη να κοιτάζει προς το έδαφος
- Κατά τήν λειτουργίαν, ἤπλωνα χαμαί το χράμι, ἐπί τοῦ ὁποίου ἔπιπτεν ἡ ἀσθενής πρόμυτα, διά να περάσουν τα ἅγια ἀπό ἐπάνω της. (Γεώργιος Βιζυηνός, Το αμάρτημα της μητρός μου)