3 Μαρτίου 2018ενδελεχώςενδελεχώς < από το επίθετο ενδελεχής < ἐν + δολιχόςενδελεχής < αρχαία ελληνική ἐνδελεχής < σύνθετη λέξη από τις αρχαίες ελληνικές ἐν + δόλιχοςδόλιχος < δολιχός < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *dl̥h₁gʰós (μακρύς)Related ΛήμματαΕνδελέχεια