18 Ιουνίου 2018Ενδελέχειαενδελέχεια < αρχαία ελληνική ἐνδελέχεια < ἐνδελεχής < ἐν + δολιχός < ινδοευρωπαϊκή *dl̥h₁gʰós (μακρύς)Σημασιολογία:η συνέχεια, η διάρκειαη συνεχής και αδιάλειπτη φροντίδα ή επιμέλειαRelated Λήμματαενδελεχώς