ψυχαγωγώ

Ψυχαγωγώ < ψυχαγωγία. Προερχόμενη από σύνθεση των «ψυχή» και «άγω», σημαίνει την αγωγή της ψυχής. ψυχαγωγώ < ελληνιστική κοινή ψυχαγωγέω / ψυχαγωγῶ < αρχαία ελληνική ψυχή + ἄγω ψυχαγωγία < αρχαία ελληνική ψυχαγωγία < ψυχαγωγός (οδηγός των ψυχών των νεκρών) < ψυχό- + ἀγωγός < ἄγω