23 Μαΐου 2018Εξετάζωεξετάζω < αρχαία ελληνική ἐξετάζω < ἐξ + ἐτάζω (3,4 σημασιολογικό δάνειο από γαλλική examiner)Σημασιολογία του ἐτάζω:ερευνώυποβάλλω σε δοκιμασία