Ελληνογενής ξένος όρος που επανεισήχθη στην Ελληνική το 1710 ως μεταφορά τού γαλλικού encyclopédie. Τον όρο έπλασαν οι Γάλλοι διαφωτιστές από το λατινικό encyclopaedia, που προέρχεται από το μεταγενέστερο ἐγκυκλοπαιδεία. Η λέξη σχηματίστηκε με συγχώνευση της αρχαίας φράσης ἐγκύκλιος παιδεία, με την οποία οι αρχαίοι αναφέρονταν στον κύκλο των βασικών γνώσεων που έπρεπε να αποκτήσει κάποιος. Στη Νέα Ελληνική έχει επικρατήσει ο προπαροξύτονος τύπος εγκυκλοπαίδεια (αντί εγκυκλοπαιδεία) κατ’ αναλογίαν προς τα ουσιαστικά σε -εια, π.χ. συνέπ-εια, ευγέν-εια, ευσέβ-εια, εντέλ-εια κτλ. Είναι αξιοσημείωτο ότι το μεταγενέστερο ουσιαστικό ἐγκυκλοπαιδεία εθεωρείτο λανθασμένο από τους αττικιστές γραμματικούς, οι οποίοι συνέστηναν τον αρχαίο περιφραστικό όρο ἐγκύκλιος παιδεία.
παιδεία < αρχαία ελληνική παιδεία < παιδεύω < παῖς (2. σημασιολογικό δάνειο από γαλλική éducation)
Σημασιολογία: