Ετυμολογία της λέξης εμβριθής
- εμβριθής < αρχαία ελληνική ἐμβριθής < ἐμβρίθω < ἐν + βρίθω
Σημασιολογία της λέξης εμβριθής
εμβριθής αρσενικό, εμβριθής θηλυκό, εμβριθές ουδέτερο
- που διακρίνεται για τη διεισδυτικότητα του πνεύματος, τη βαθιά γνώση του, που έχει εντρυφήσει σε ορισμένο αντικείμενο
- Ο Σωκράτης, αν και αποκλειστικά και μόνο ανθρώπινος, βρίσκεται κατά κάποιο τρόπο πιο κοντά του, όντας βαθύς και εμβριθής στοχαστής, μη βίαιος άνθρωπος, θύμα και ο ίδιος μιας αναίτιας και τυφλής βίας.