Ετυμολογία της λέξης άπειρος
- άπειρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄπειρος < ἀ- στερητικό + πέρας / πεῖρας (ουδέτερο, τέλος)
- πέρας < αρχαία ελληνική πέρας
Σημασιολογία της λέξης άπειρος
- που δεν έχει τέλος, όρια
- (μαθηματικά) σύμβολο: ∞, → δείτε τη λέξη άπειρο
- εξαιρετικά μεγάλος