φέρω

Προσφορά

προσφορά < αρχαία ελληνική προσφορά προσφορά < προσφέρω προσφέρω < προς + φέρω φέρω < αρχαία ελληνική φέρω φέρω< πρωτοελληνική *pʰérō < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *bʰéreti < *bʰer– (φέρω, μεταφέρω) (θέμα φερ- (φέρετρον) και με μετάπτωση φορ- (φόρος) και φαρ-(φαρέτρα) και φωρ- (φωριαμός) και οι άλλοι χρόνοι από θέμα ενεκ- και με ετεροίωση ενοκ|χ- και θέμα οισ- (οἰστός) Σημασιολογία της νεοελληνικής λέξης προσφορά: η ενέργεια του προσφέρω, το να δίνεις σε κάποιον κάτι με επισημότητα σε ένδειξη σεβασμού ή αγάπης ή θρησκευτικής λατρείας κ.λπ. οι προσφορές των πιστών προς τους θεούς ήταν ήδη […]