φέρω

δυσφορία

δυσφορία < δυσφορώ < δυσ + φέρω φέρω < αρχαία ελληνική φέρω φέρω< πρωτοελληνική *pʰérō < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *bʰéreti < *bʰer– (φέρω, μεταφέρω) (θέμα φερ- (φέρετρον) και με μετάπτωση φορ- (φόρος) και φαρ-(φαρέτρα) και φωρ- (φωριαμός) και οι άλλοι χρόνοι από θέμα ενεκ- και με ετεροίωση ενοκ|χ- και θέμα οισ- (οἰστός) Σημασιολογία: συναίσθημα ελαφράς αδιαθεσίας, αβολίας δυσφορία στο στομάχι συναίσθημα ελαφρού εκνευρισμού, δυσανασχέτηση δυσφορία της κυβέρνησης με τη στάση των τραπεζών