νόστος

Νόστος

Ετυμολογία της λέξης νόστος νόστος < αρχαία ελληνική νόστος < νέομαι (έρχομαι) νόστος < νέομαι < νέω νέομαι < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *nes-[1] = πηγαίνω έρχομαι νέω = κολυμπώ, επιπλέω