νόστος

Νοσταλγία

Ετυμολογία της λέξης νοσταλγία νοσταλγία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική nostalgie < αρχαία ελληνική νόστος (=επιστροφή) + ἄλγος (=πόνος) Σημασιολογία της λέξης νοσταλγία Είναι το άλγος, δηλαδή ο πόνος, που προκαλεί ο νόστος.