- νους < αρχαία ελληνική νοῦς, αττική συνηρημένη μορφή του ουσιαστικού νόος
Σημασιολογία του νους:
νους αρσενικό μόνο στον ενικό
- οι πνευματικές δυνάμεις του ανθρώπου που τον βοηθούν να αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα και να επεξεργάζεται τα δεδομένα της
- η λογική σκέψη, η διάνοια
- (συνεκδοχικά) ο άνθρωπος που διαθέτει ανεπτυγμένες διανοητικές ικανότητες
- ο Αριστοτέλης υπήρξε ένας σημαντικός νους της αρχαιότητας
- ιθύνων νους: ο άνθρωπος που συλλαμβάνει, σχεδιάζει και κατευθύνει μια διαδικασία
- συνελήφθη ο ιθύνων νους της ληστείας