στέφω

Στέψη

στέψη < ελληνιστική κοινή στέψις < αρχαία ελληνική στέφω (2. σημασιολογικό δάνειο από γαλλική couronnement) Σημασιολογία του στέφω: στεφανώνω γεμίζω, πληρώ θέτω πέριξ, ολόγυρα, σαν στεφάνι περικυκλώνω περιστρέφω παθητικό: στεφανώνομαι, με στεφανώνουν μέσο: βάζω στο κεφάλι μου, μέσο: περιστρέφω