ρέπω

Ροπή

Ετυμολογία της λέξης ροπή ροπή < αρχαία ελληνική ῥοπή < ῥέπω ῥέπω < ρίζα Fρεπ-, ομόρριζο των ῥάβδος, ῥάμνος, ῥαπίς Σημασιολογία της λέξης ροπή ροπή θηλυκό η προς τα κάτω κλίση, κατωφέρεια (μηχανική): η συνέπεια εφαρμογής μιας δύναμης σε σώμα που μπορεί να περιστραφεί. (μεταφορικά) η τάση προς κάτι Έχει μια ροπή προς τις καταχρήσεις