ρέπω

Αμφίρροπος

αμφίρροπος < αρχαία ελληνική ἀμφίρροπος < ἀμφί + ῥέπω ἀμφί < αρχαία ελληνική ἀμφοῖν / αμφότεροι <ονομ. αιτ. ἄμφω, γεν. δοτ. ἀμφοῖν, στον Όμηρο μόνο «ἄμφω» στην ονομαστική και αιτιατική. ῥέπω < ρίζα Fρεπ-, ομόρριζο των ῥάβδος, ῥάμνος, ῥαπίς Σημασιολογία: που μπορεί να πάρει ή τη μία ή την άλλη τροπή, που ταλαντεύεται μεταξύ δύο αποφάσεων ή εξίσου πιθανών εκβάσεων, που το αποτέλεσμά του δεν έχει κριθεί ακόμη