πάθος

εμπάθεια

εμπάθεια < ελληνιστική κοινή ἐμπάθεια (ισχυρό πάθος) ἐμπάθεια < ἐν + πάθος πάθος < αρχαία ελληνική πάθος πάθος < πάσχω πάσχω < *πάθσκω (παθ- + πρόσφυμα -σκ-) < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *kʷenth– (πάσχω, υποφέρω)