μείρομαι

Μοιρολόι

μοιρολόι < μεσαιωνική ελληνική μοιρολόι / μοιρολόγι / μοιρολόγιον < μοιρολογώ< ελληνιστική κοινή μοιρολογέω / μοιρολογῶ < αρχαία ελληνική μοῖρα + λέγω Ετυμολογία του μοίρα: μοῖρα < μείρομαι < μείρομαι < ινδοευρωπαϊκή *(s)mer– (μοιράζω, παραχωρώ, αναθέτω) Σημασιολογία του μοίρα:  μοῖρα θηλυκό ( ιωνικός τύπος γενικής: μοίρης, δωρικός τύπος μόρα για το τμήμα στρατού) μέρος, μερίδιο γης χώρης ὀλίγην ἔτι μοῖραν ἔχοντες καὶ κρατερός περ ἐὼν μενέτω τριτάτῃ ἐνὶ μοίρῃ. : κι ας μείνει πανίσχυρος στο δικό του τρίτο < στο ένα τρίτο του κλήρου που του δόθηκε> η μεριά μου, η πολιτική μου άποψη, η πολιτική μερίδα τὸν […]