ενδελεχής

Ενδελέχεια

ενδελέχεια < αρχαία ελληνική ἐνδελέχεια < ἐνδελεχής < ἐν + δολιχός < ινδοευρωπαϊκή *dl̥h₁gʰós (μακρύς) Σημασιολογία: η συνέχεια, η διάρκεια η συνεχής και αδιάλειπτη φροντίδα ή επιμέλεια