αισθάνομαι

διαίσθηση

διαίσθηση < ελληνιστική κοινή διαίσθησις < αρχαία ελληνική διαισθάνομαι < διά + αἰσθάνομαι < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *h₂ewisd– < *h₂ew– (βλέπω, παρατηρώ) (σημασιολογικό δάνειο από γαλλική intuition) διαισθάνομαι < αρχαία ελληνική διαισθάνομαι < διά + αἰσθάνομαι < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *h₂ewisd– < *h₂ew– (βλέπω, παρατηρώ) αἰσθάνομαι < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *h₂ewisd– < *h₂ew– (βλέπω, παρατηρώ)