έθος

ήθος

ήθος < αρχαία ελληνική ἦθος < ἔθος < ἔθω < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *swe-dʰh₁ < *swe- (εαυτός) + *dʰeh₁- (θέτω) Σημασιολογία: η προσωπική ηθική ιδιοσυγκρασία δεν επιτρέπω σε κανέναν να αμφισβητεί το ήθος και την ακεραιότητά μου ο χαρακτήρας και η συμπεριφορά ενός ατόμου πώς χαρακτηρίζεται το ήθος του ήρωα στην πρώτη σκηνή της τραγωδίας; (στον πληθυντικό) οι κοινωνικές μορφές συμπεριφοράς τα χρηστά ήθη, τα πολιτικά ήθη (στον πληθυντικό) οι […]