όναρ

ονειροπόλος

ονειροπόλος < αρχαία ελληνική ὀνειροπόλος < ὄνειρος / ὄνειρον + πόλος / πέλω (σημασιολογικό δάνειο από γαλλική rêvasseur) ὄνειρος < ὄναρ + -ος πόλος < αρχαία ελληνική πόλος < πέλω < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *kʷel- (κινώ, γυρίζω) πέλω < αρχαία ελληνική ρίζ. πελ-