υπερφίαλος

υπερφίαλος

υπερφίαλος < αρχαία ελληνική ὑπερφίαλος ομόρ. του φύω ὑπερφίαλος < ὑπέρ + φύω + -αλος (μάλλον όχι < ὑπέρ + φιάλη) φιάλη < αρχαία ελληνική φιάλη φιάλη < αβέβαιη ετυμολογία, πιθανόν συγγενής ρίζα με το φιαρός (στιλπνός, λιπαρός) ή τα “πίνω” και “πίων” (ελαιώδες, εύφορο)