Σύμπαν

Σύμπαν

σύμπαν < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του σύμπας σύμπας < αρχαία ελληνική συν- + πᾶς πᾶς < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *ph₂ent- Σημασιολογία του σύμπας: ολόκληρος, χωρίς εξαιρέσεις Σημασιολογία του πας: πᾶς , πᾶσα, πᾶν : επίθετο που λογίζεται ως αόριστη, επιμεριστική αντωνυμία και σημαινει ο καθένας, όλοι χωρίς εξαίρεση πάντες ὅσοι . . .. οἱ πάντες ἄνθρωποι (όλοι οι […]