συνουσία < αρχαία ελληνική συνουσία < συν + ουσία Σημασιολογία: η σεξουαλική πράξη, το γαμήσι γαμήσι < μεσαιωνική ελληνική γαμήσει < αρχαία ελληνική γαμήσειν, απαρέμφατος μέλλοντας του γαμῶ (νυμφεύομαι)
συνουσία < αρχαία ελληνική συνουσία < συν + ουσία Σημασιολογία: η σεξουαλική πράξη, το γαμήσι γαμήσι < μεσαιωνική ελληνική γαμήσει < αρχαία ελληνική γαμήσειν, απαρέμφατος μέλλοντας του γαμῶ (νυμφεύομαι)