συνείδηση < αρχαία ελληνική συνείδησις < σύν + εἴδησις < οἶδα οἶδα < Ϝοιδ- κατά ετεροίωση από το θέμα Ϝειδ- του ρήματος εἴδω εἴδω < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *weyd– (βλέπω, γνωρίζω) Ετυμολογία: Η λέξη συνείδηση προέρχεται από το απαρέμφατο συν-ειδέναι < οίδα = γνωρίζω, (σύν+οιδα) = γνωρίζω καλώς, εξ ιδίας αντιλήψεως που αποδόθηκε και στα λατινικά με την ακριβή εννοιολογική της σημασία, ως conscientia, που σημαίνει γνωρίζω πλήρως. Την ίδια λέξη χρησιμοποιεί πρώτος ο Γάλλος φιλόσοφος Ντεκάρτ και λίγο […]
Συνειδητότητα
Συνειδητότητα
συνειδητότητα θηλυκό κατάσταση επίγνωσης ποιοτικό χαρακτηριστικό της επίγνωσης επίγνωση-αντίληψη εσωτερικών ή εξωτερικών (για τον άνθρωπο) γεγονότων η ικανότητα να ορίζεις το σώμα σου, τις ενέργειές/πράξεις σου, τις ιδέες/σκέψεις σου κινητικότητα και αισθητικότητα ικανότητα να αισθάνεσαι/νιώθεις και να βιώνεις/να έχεις εμπειρίες βλ. και συνείδηση
Συνειδητότητα
συνειδητότητα θηλυκό κατάσταση επίγνωσης ποιοτικό χαρακτηριστικό της επίγνωσης επίγνωση-αντίληψη εσωτερικών ή εξωτερικών (για τον άνθρωπο) γεγονότων η ικανότητα να ορίζεις το σώμα σου, τις ενέργειές/πράξεις σου, τις ιδέες/σκέψεις σου κινητικότητα και αισθητικότητα ικανότητα να αισθάνεσαι/νιώθεις και να βιώνεις/να έχεις εμπειρίες βλ. και συνείδηση