πόνος

Νοσταλγία

Ετυμολογία της λέξης νοσταλγία νοσταλγία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική nostalgie < αρχαία ελληνική νόστος (=επιστροφή) + ἄλγος (=πόνος) Σημασιολογία της λέξης νοσταλγία Είναι το άλγος, δηλαδή ο πόνος, που προκαλεί ο νόστος.

Πόνος

πόνος < αρχαία ελληνική πόνος πόνος < πένομαι πένομαι < αρχαία ελληνική πένομαι Σημασιολογία του πένομαι: (λόγιο) είμαι πάρα πολύ φτωχός , είμαι πένης (αμετάβατο) δουλεύω για το καθημερινό ψωμί μου, για τον επιούσιο (γενικά) μοχθώ, δουλεύω, κοπιάζω είμαι φτωχός ή πάμφτωχος (με γενική) είμαι φτωχός από, έχω ανάγκη, έχω έλλειψη, χρειάζομαι (μεταβατικό) δουλεύω, επεξεργάζομαι, προετοιμάζω, ετοιμάζω Σημασιολογία […]