ορμή

Ορμόνη

ορμόνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική hormone + -όνη < αρχαία ελληνική ὁρμή\ Σημασιολογία: (ιατρική), (ενδοκρινολογία) χημική ουσία που παράγεται από μια ομάδα κυττάρων ή από ένα όργανο του οργανισμού και έχει ιδιαίτερη ρυθμιστική δράση στη δραστηριότητα άλλων κυττάρων ή οργάνων του σώματος