ενέχω

Ενοχή

ενοχή < μεσαιωνική ελληνική ἐνοχή < αρχαία ελληνική ἐνέχομαι ενέχομαι < αρχαία ελληνική ἐνέχομαι, παθητική φωνή του ρήματος ἐνέχω ἐνέχω < ἐν + ἔχω Σημασιολογία του ενοχή: η κατάσταση του ενεχόμενου σε κολάσιμη ή επιλήψιμη πράξη ο εισαγγελέας πρέπει να αποδείξει στο δικαστήριο την ενοχή του κατηγορουμένου (και στον πληθυντικό) η κατάσταση κατά την οποία κάποιος μέμφεται τον εαυτό του για πράξη ή παράλειψή του – το συναίσθημα που συνοδεύει αυτήν την κατάσταση δεν πρέπει να νιώθεις ενοχές, δεν μπορούσες […]