εγκεφαλικός < εγκέφαλος + -ικός εγκέφαλος < αρχαία ελληνική ἐγκέφαλος < ἐν + κεφαλή < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *ǵʰebʰ-l- Σημασιολογία: εγκεφαλικός, -ή, -ό που αναφέρεται ή ανήκει στον εγκέφαλο των ζωντανών οργανισμών εγκεφαλική λειτουργία (για ανθρώπους) που χαρακτηρίζεται από την απόλυτη κυριαρχία του λογικού σε βάρος του συναισθήματος