δύσκολος < αρχαία ελληνική δύσκολος < δυσ- + κόλον το τελικό τμήμα του παχέος εντέρου Σημασιολογία: που δεν αντιμετωπίζεται εύκολα που απαιτεί ιδιαίτερη προσπάθεια, δεξιότητες ή μόχθο για την επίτευξή του που δεν γίνεται εύκολα κατανοητός που δεν παρουσιάζει κάποιο πλεονέκτημα αλλά δημιουργεί πρόσθετα εμπόδια και δυσχέρειες που δεν είναι κατάλληλος, που είναι απρόσφορος […]