Ετυμολογία της λέξης βούληση βούληση < βούλησις < αρχαία ελληνική βούλησις < βούλομαι βούλομαι < ρίζα βολ-, όπως και βουλή, ομηρ. βόλομαι βουλή < αρχαία ελληνική βουλή (=θέληση, απόφαση, γνώμη, συμβουλή) Σημασιολογία της λέξης βούληση βούληση θηλυκό η επιθυμία προς επιδίωξη κάποιου σκοπού η ελεύθερη βούληση η λαϊκή βούληση