αφουγκράζομαι < μεσαιωνική ελληνική αφουκρούμαι < αρχαία ελληνική ἐπακροάομαι / ἐπακροῶμαι Σημασιολογία: προσέχω, για να ακούσω κάθε πιθανό ήχο
αφουγκράζομαι < μεσαιωνική ελληνική αφουκρούμαι < αρχαία ελληνική ἐπακροάομαι / ἐπακροῶμαι Σημασιολογία: προσέχω, για να ακούσω κάθε πιθανό ήχο