Ανάσταση

Ανάσταση

Ετυμολογία της λέξης ανάσταση Ανάσταση < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀνάστασις (έγερση από τον τάφο) (η χριστιανική σημασία στην ελληνιστική κοινή)[1] < ἀνίστημι < ἀνά + ἵστημι < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *stísteh₂- < *steh₂- ἵστημι < *σί-στη-μι (με ενεστωτικό αναδιπλασιασμό) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *stísteh₂- < *steh₂-. Συγγενή: λατινική sto, γερμανική stehen, κ.ά. Θέματα, μεταπτωτικές βαθμίδες: στη- (*stéh₂-), στα-, […]