αμφίθυμος

Αμφιθυμία

αμφιθυμία < αμφίθυμος < αμφι- + θυμός (διάθεση) + -ία (μεταφραστικό δάνειο από την γαλλικά ambivalence) θυμός < αρχαία ελληνική θυμός θυμός < πρωτοελληνική tʰūmós (καπνός, αναπνοή, ψυχή) < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *dʰuh₂mós ‎(καπνός)