Όνομα

όνομα < αρχαία ελληνική ὄνομα < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *h₁nḗh₃mn̥ ὄνομα < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *h₁nḗh₃mn̥· συγγενές με το (λατινικά) nomen, το (σανσκριτικά) नामन् (nā́man), το (τοχαρικά Α) ñom, το (χεττιτική γλώσσα) 𒆷𒀀𒈠𒀭 (lāman), το (αγγλοσαξονικά) nama (αγγλικά: name) ὄνομα ουδέτερο (αιολικός τύπος: ὄνυμα) αιολικός τύπος: ὄνυμα δωρικός τύπος: ὄνυμα ιωνικός τύπος: οὔνομα επικός τύπος: οὔνομα Σημασιολογία: η λέξη με την οποία αποκαλείται ένας άνθρωπος ή ένας τόπος ή το επώνυμο (για ανθρώπους) το “μικρό” […]