Σχολείο

σχολείο < ελληνιστική κοινή σχολεῖον < αρχαία ελληνική σχολή < ινδοευρωπαϊκή *seǵhe– / *sǵhē– (συγγενές με το αρχαία ελληνική ἔχω) Σημασιολογία: εκπαιδευτικός θεσμός με σκοπό την παροχή μόρφωσης στα παιδιά μέσω της συστηματικής διδασκαλίας συγκεκριμένων μαθημάτων μία συγκεκριμένη σχολική μονάδα της πρωτοβάθμιας ή της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, που στεγάζεται σε δικό της κτήριο (ή συστεγάζεται με άλλες) και έχει δική της διεύθυνση και διδακτικό προσωπικό το κτήριο που στεγάζει μια σχολική μονάδα ο χρόνος κατά τον οποίο κάποιος, μαθητής ή εκπαιδευτικός, διδάσκει ή παρακολουθεί μαθήματα (μεταφορικά) οτιδήποτε προσφέρει πολύτιμες εμπειρίες και διδάγματα – το μεγάλύτερο σχολείο είναι η ίδια η […]

Σώμα

σώμα < αρχαία ελληνική σῶμα σῶμα ουδέτερο (στον Όμηρο) το νεκρό σώμα για το σώμα ενός ζωντανού ο Όμηρος χρησιμοποιεί τις λέξεις δέμας, χρώς, μέλεα, γυῖα το σώμα ενός ανθρώπου το σώμα σε αντίθεση με την ψυχή το σώμα ενός ζώου (όχι φυτού) οποιοδήποτε υλικό σώμα για να δηλωθεί ένα σύνολο, ακόμη και αφηρημένο το […]

Σωτηρία

Ετυμολογία της λέξης σωτηρία σωτηρία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σωτηρία σωτήριος < αρχαία ελληνική σωτήριος < σωτήρ σωτήρ < αρχαία ελληνική σωτήρ σωτήρ < σῴζω + -τήρ σώζω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική σῴζω σώος < αρχαία ελληνική σῷος  (σώος σημαίνει ολόκληρος, άθικτος) Σημασιολογία της λέξης σωτηρία απαλλαγή, απελευθέρωση από δύσκολη κατάσταση, κίνδυνο ή ασθένεια (στη […]