Σταυρόλεξο

Ετυμολογία της λέξης σταυρόλεξο σταυρόλεξο < σταυρός + -ο- + λέξη + -ο ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική crossword) σταυρός < αρχαία ελληνική σταυρός < αρχαία ελληνική ἵστημι < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *stísteh₂- < *steh₂ ((μεταφραστικό δάνειο) λατινική crux ήδη από την ελληνιστική κοινή) λέξη < αρχαία ελληνική λέξις < λέγω Σημασιολογία της λέξης σταυρόλεξο Σταυρόλεξο είναι παιχνίδι […]