Ροή

ροή < αρχαία ελληνική ῥοή ῥοή < ῥέω ῥέω < *srew- (ρέω). Συγγενές με τα (σανσκριτικά) स्रवति (srávati), (αρχαία εκκλησιαστική σλαβονική γλώσσα) строуꙗ (struja, ροή), (αγγλικά) stream, (σλαβικά) ostrov Σημασιολογία: (για υγρά) η κίνηση προς μια κατεύθυνση και η ποσότητα του υγρού που ρέει (φυσική) η συνεχής κίνηση (συνήθως υγρού) προς κάποια κατεύθυνση (γενικότερα) η σειρά στοιχείων που το ένα κινείται ή εναλλάσσεται συνεχώς με το άλλο η συνεχής ομιλία και […]

Ροπή

Ετυμολογία της λέξης ροπή ροπή < αρχαία ελληνική ῥοπή < ῥέπω ῥέπω < ρίζα Fρεπ-, ομόρριζο των ῥάβδος, ῥάμνος, ῥαπίς Σημασιολογία της λέξης ροπή ροπή θηλυκό η προς τα κάτω κλίση, κατωφέρεια (μηχανική): η συνέπεια εφαρμογής μιας δύναμης σε σώμα που μπορεί να περιστραφεί. (μεταφορικά) η τάση προς κάτι Έχει μια ροπή προς τις καταχρήσεις