πλούτος

πλούτος < αρχαία ελληνική πλοῦτος το πλούτος < ελληνιστική κοινή πλοῦτος (ουδέτερο) < αρχαία ελληνική πλοῦτος (αρσενικό) πλοῦτος < πίμπλημι πίμπλημι < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *pleh₁- (γεμίζω)