Ούζο

ούζο < τουρκική üzüm (σταφύλι) (Υπάρχει και η άποψη: < ιταλικά uso (Massalia): για εμπορική χρήση στη Μασσαλία. Ο γλωσσολόγος Κώστας Καραποτόσογλου (Ἐτυμολογικὲς παρατηρήσεις, Graeco–Arabica 3 (1984) 229-257) προτείνει: < μεσαιωνική ελληνική οὖζος =ὀπός, χυμός < τουρκική öz =ὀπός, χυμός) οὖζος < τουρκική öz ὀπός < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *sokʷos (χυμός) Σημασιολογία: είδος παραδοσιακού αλκοολούχου ποτού της Τουρκίας και της Ελλάδας με μεγάλη περιεκτικότητα σε αλκοόλ