οίστρος

οίστρος < αρχαία ελληνική οἶστρος Σημασιολογία: αλογόμυγα, έντομο που προσβάλλει ζώα, πχ τα βοοειδή (ίσως Tabanus bovinus) δήγμα, τσίμπημα, οτιδήποτε οδηγεί σε μανία, παραφροσύνη έντονη επιθυμία, παράλογο πάθος Η κυκλική περίοδος της σεξουαλικής δραστηριότητας των μη ανθρώπινων θήλεων θηλαστικών, που χαρακτηρίζεται από συμφόρηση και έκκριση του βλεννογόνου της μήτρας, πολλαπλασιασμό του κολπικού επιθηλίου, διόγκωση του […]