3 Μαρτίου 2018μεμψιμοιρώμεμψιμοιρώ < μεμψίμοιρος μεμψίμοιρος < αρχαία ελληνική μεμψίμοιρος μεμψίμοιρος < μέμφομαι + μοῖρα μέμφομαι < αρχαία ελληνική (μέμφομαι) μοῖρα < μείρομαι μείρομαι παίρνω μερίδιο, συμμετέχω