μελαγχολία

μελαγχολία < αρχαία ελληνική μελαγχολία < μελάγχολος < μέλας + χολή μέλας < αρχαία ελληνική μέλας μέλας, μέλαινα, μέλαν (λόγιο) μαύρος χολή < αρχαία ελληνική χολή < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *ǵʰelh₃– (ανθίζω, πράσινος) – πικρό και πρασινωπό παχύρρευστο υγρό που εκκρίνεται από το συκώτι

Μέλλον

Ετυμολογία της λέξης μέλλον μέλλον < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο της μετοχής μέλλων, μέλλουσα, μέλλον του ρήματος μέλλω μέλλω < αρχαία ελληνική μέλλω Σημασιολογία της λέξης μέλλον Αυτό που έχει σκοπό να συμβεί