Ενόρμηση

ενόρμηση < ἐνόρμησις < αρχαία ελληνική ἐνορμάω (μεταφραστικό δάνειο από την (αγγλικά) pulsion) Σημασιολογία: (ψυχολογία) (ψυχιατρική) ψυχοσωματική ενστικτώδης τάση που ωθεί στην εκτέλεση πράξεων που μειώνουν τη διέγερση ή ικανοποιούν ψυχοσωματικές ανθρώπινες ανάγκες Ξέρει ότι, όταν γράφει, μιλάει με την επιθυμία, δηλαδή με ολόκληρο τον ψυχοσωματικό εαυτό του· κυρίως με τις ασύνειδες και πολυσχιδείς ενορμήσεις του προς έκφραση, οι οποίες, υπερβαίνοντας κάθε πρόθεση, αναγκάζουν τη γλώσσα του να συστοιχηθεί με […]

Ενοχή

ενοχή < μεσαιωνική ελληνική ἐνοχή < αρχαία ελληνική ἐνέχομαι ενέχομαι < αρχαία ελληνική ἐνέχομαι, παθητική φωνή του ρήματος ἐνέχω ἐνέχω < ἐν + ἔχω Σημασιολογία του ενοχή: η κατάσταση του ενεχόμενου σε κολάσιμη ή επιλήψιμη πράξη ο εισαγγελέας πρέπει να αποδείξει στο δικαστήριο την ενοχή του κατηγορουμένου (και στον πληθυντικό) η κατάσταση κατά την οποία κάποιος μέμφεται τον εαυτό του για πράξη ή παράλειψή του – το συναίσθημα που συνοδεύει αυτήν την κατάσταση δεν πρέπει να νιώθεις ενοχές, δεν μπορούσες […]