Ενδελέχεια

ενδελέχεια < αρχαία ελληνική ἐνδελέχεια < ἐνδελεχής < ἐν + δολιχός < ινδοευρωπαϊκή *dl̥h₁gʰós (μακρύς) Σημασιολογία: η συνέχεια, η διάρκεια η συνεχής και αδιάλειπτη φροντίδα ή επιμέλεια

ενδελεχώς

ενδελεχώς < από το επίθετο ενδελεχής < ἐν + δολιχός ενδελεχής < αρχαία ελληνική ἐνδελεχής < σύνθετη λέξη από τις αρχαίες ελληνικές ἐν + δόλιχος δόλιχος < δολιχός < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *dl̥h₁gʰós (μακρύς)

ενδόμυχος

ενδόμυχος < αρχαία ελληνική ἐνδόμυχος (που βρίσκεται στο βάθος του σπιτιού) σημασιολογία: που βρίσκεται στο βάθος του νου, της συνείδησης, της σκέψης ή της ψυχής

Ενδοσκόπηση

ενδοσκόπηση < γαλλική endoscopie endoscope < endo- + -scope -σκόπιο < σκοπέω σκοπέω < σκοπός < σκέπτομαι < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *speḱ- Σημασιολογία: κοιτάζω προς τα μέσα, παρατηρώ, εξετάζω, προσέχω, αγρυπνώ, ερευνώ (μεταγενέστερη μορφή το σκοπεύω) σκοπέειν τινά τα ἑαυτοῦ (γνωμικό: ο καθένας να κοιτάζει τη δουλειά του, τα δικά του)