Ένστικτο

ένστικτο < αντιδάνειο από το γαλλικό (instict) From Latin instinctus, past participle of instinguere (“to incite, to instigate”), from in (“in, on”) + stinguere (“to prick”)

Ενσυναίσθηση

Σημασιολογία: Ως ενσυναίσθηση ορίζεται η συναισθηματική ταύτιση με την ψυχική κατάσταση ενός άλλου ατόμου, και η κατανόηση της συμπεριφοράς και των κινήτρων του. Ετυμολογία: Τα συστατικά της λέξης αποτελούνται από τις λέξεις εν, συν και αίσθηση, υποδηλώνοντας την επέκταση της αίσθησης του ατόμου πέρα από τον εαυτό του.