υποκατάστατο

Ετυμολογία της λέξης υποκατάστατο υποκατάστατο < ελληνιστική κοινή ὑποκατάστα(σις) + -ση εκ του ρήματος υποκαθιστώ υποκαθιστώ < υπο- + καθιστώ < ελληνιστική κοινή ὑποκαθίστημι με μεταπλασμό κατά το καθίστημι καθίστημι < κατά και ἵστημι ἵστημι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *stísteh₂– < *steh₂– (ἵστημι) (Ομόρριζο με το λατινικό sto, το γερμανικό stehen κ.ά.) Σημασιολογία της λέξης υποκατάστατο οτιδήποτε μπορεί να υποκαταστήσει ή να αναπληρώσει κάτι άλλο

Υστερία

υστερία < αρχαία ελληνική ὑστερία Σημασιολογία: ψυχιατρ. ψυχική διαταραχή ενός η περισσοτέρων σπανιότερα συμπτωμάτων χωρίς να εντοπίζεται το οργανικό αίτιο. Με τον όρο υστερία, (Hysteria) που έχει αντικατασταθεί σήμερα από τον όρο μετατρεπτική διαταραχή, εννοείται στην ψυχολογία μια μορφή σωματομορφικής διαταραχής κατά την οποία το άγχος και οι ψυχολογικές πιέσεις μετατρέπονται σε οργανικά συμπτώματα, όπως είναι η παράλυση, η τύφλωση και η κώφωση. Κατά τους περασμένους αιώνες πιστευόταν ότι […]

Φαντασίωση

φαντασίωση < (καθαρεύουσα) φαντασίσωις μεσαιωνική ελληνική φάντασις και φαντασιώνω < ελληνιστική κοινή φαντασίωσις < φαντασιόω–φαντασιῶ Σημασιολογία: αυτό που φαντάζεται κάποιος, που το φαντασιώνεται, που πλάθει ζωντανά με τη φαντασία του μέσα στο μυαλό του οι φανταστικές αναπαραστάσεις μιας επιθυμητής πραγματικότητας που σε παθολογικές καταστάσεις συγχέεται με την αντικειμενική πραγματικότητα

Φετιχισμός

φετιχισμός < γαλλική fétichisme < fétiche (προφορά: fe.tiʃ) < πορτογαλική feitiço < λατινική facticius < factus + -icius < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος facio < πρωτοϊταλικά *fakiō < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *dʰeh₁– ‎(θέτω, βάζω) Σημασιολογία: (θρησκεία) η θρησκευτική λατρεία ή εκδήλωση που σχετίζεται με τα φετίχ (κατ’ επέκταση) η υπερβολική προσήλωση σε υλικά αντικείμενα και αγαθά τα οποία με αυτόν το τρόπο μετατρέπονται σε φετίχ (ψυχολογία) η σεξουαλική εμμονή με αντικείμενα που σχετίζονται με το ποθούμενο πρόσωπο ή χρησιμοποιούνται στην ερωτική πράξη

φθείρω

φθείρω < αρχαία ελληνική φθείρω φθείρω < αρχαία ελληνική *φθέρ-jω (με αντέκταση) < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *gzwher- ή *gwhđer- (: ρέω, χύνω, εξαφανίζω)

φθίνω

φθίνω < αρχαία ελληνική φθίνω φθίνω < θέμα φθι- + πρόσφυμα ν φθίνω και φθίω και φθινάω και φθινέω και (ποιητ.) φθινύθω λιγοστεύω, ελαττώνομαι, χάνομαι φθίνει καὶ μαραίνεται νόσῳ (εξαιτίας ασθένειας) σελήνη αὐξανομένη καὶ φθίνουσα φθίνουσιν νύκτες τε καὶ ἤματα(οι ημέρες) τοῖς μὲν αὔξεται βίος, τῶν δὲ φθίνει (μεταφορικά) χάνομαι ή κάτι που χάνεται μηδέ τοι αἰὼν φθινέτω (μην αφήσεις να πάει χαμένη η ζωή σου) έχω φυματίωση (η μετοχή) οἱ φθίνοντες πεθαίνω, σκοτώνομαι πρὸς φίλου ἔφθισο ἐν πολέμῳ φθίμενον για τον προσδιορισμό της ημέρας, της ώρας […]

Φόβος

φόβος < αρχαία ελληνική φόβος φόβος < πρωτοελληνική *pʰógʷos < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *bʰógʷos < *bʰegʷ– (φεύγω, το σκάω) φεύγω < αρχαία ελληνική φεύγω φεύγω < το θέμα φευγ- και κατά μετάπτωση φυγ- (συγγενές με το λατινικό fugio)

Φύση

Ετυμολογία της λέξης φύση φύση < αρχαία ελληνική φύσις < φύω – φύομαι (φυτρώνω, βλασταίνω) φύω < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰuH– (φαίνομαι, ανατέλλω, γίνομαι), συγγενές με τα (αρμενικά) բոյս – boys (φυτό), (σανσκριτικά) भवति – bhavati (γίνομαι), (λατινικά) fui (έγινα, υπήρξα), (λατινικά) futurus, (αγγλοσαξονικά) beon (αγγλικά be), (αλβανικά) bëj   Σημασιολογία της λέξης φύση ο φυσικός […]

Φως

Ετυμολογία της λέξης ΦΩΣ Πώς οι λέξεις εστία, έννυμι, οψ, ωψ, όσσε, μάτι κ.ά. προέρχονται από τη ρίζα φα- (φάος, φως). Το θέμα που θα προσπαθήσω να φωτίσω, απ’ όλες τις πλευρές του, αποτελεί μια από τις είκοσι ρίζες της ελληνικής γλώσσας, τουλάχιστον σύμφωνα με την άποψη του ετυμολογικού λεξικού το οποίο συνέταξα. (Το ετυμολογικό […]

χείμαρρος

χείμαρρος < αρχαία ελληνική χειμάρροος < χειμών + ροή < ρέω χειμών < αρχαία ελληνική χειμών χειμών < χεῖμα < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *ǵʰeym–